φλεμαντζιόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλεμαντζιόνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλεμαντζιόνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) πρήξιμο του σώματος, φλεγμονή
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.