φραπελιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραπελιά οι φραπελιές
      γενική της φραπελιάς των φραπελιών
    αιτιατική τη φραπελιά τις φραπελιές
     κλητική φραπελιά φραπελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φραπελιά < φραπές + ελιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φραπελιά θηλυκό

  • παρασκεύασμα από φύλλα ελιάς (που τοποθετούνται σε μίξερ και τελικά μοιάζουν με τον καφέ φραπέ) το οποίο θεωρήθηκε θεραπευτικό βότανο, παρά τις αντιδράσεις του υπουργείου Υγείας το 2007

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • σχετικό άρθρο έχει η αγγλόφωνη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]