φτηνομάγαζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτηνομάγαζο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλά όλα τα είδη του φτηνά, συχνά όμως αυτά εννοούνται ως ευτελούς ποιότητας
- Το πήρα από φτηνομάγαζο ίσα για να βγάλω το χειμώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτηνομάγαζο