χαλάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλάστρα | οι | χαλάστρες |
γενική | της | χαλάστρας | — | |
αιτιατική | τη | χαλάστρα | τις | χαλάστρες |
κλητική | χαλάστρα | χαλάστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλάστρα < μεσαιωνική ελληνική < χαλώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλάστρα θηλυκό
- κάνω χαλάστρα σε κάποιον: καταστρέφω, ματαιώνω τα σχέδια κάποιου
- ↪ ήθελε να κάνει έκπληξη στη γυναίκα του, αλλά κάποιος της φανέρωσε το μυστικό και του έκανε χαλάστρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλάστρα
|