χαλκότονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χαλκότονα | ||
γενική | των | χαλκότονων | ||
αιτιατική | τα | χαλκότονα | ||
κλητική | χαλκότονα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκότονα < χαλκός και τόνος (στην αρχαία ελληνική ο τόνος σήμαινε και χορδή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκότονα ουδέτερο (απαντά μόνο στον πληθ. απαντά και αναφέρεται επίσης ως χαλκέντονα)
- μεταλλικά (από χαλκό) ελατήρια που προσέθεσαν στις χορδές των βλητικών μηχανών τους οι αρχαίοι Έλληνες ώστε να είναι πιο σταθερές οι βολές τους (του καταπέλτη, της βαλλίστρας, του σκορπιού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκότονα
|