βαλλίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλλίστρα < (αντιδάνειο) (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαλλίστρα < υστερολατινική ballista < αρχαία ελληνική βάλλω [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈli.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐λί‐στρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλλίστρα θηλυκό
- (οπλισμός) πολεμικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που χρησιμοποιούσε μηχανισμό παρόμοιο με του τόξου για να εκτοξεύει βλήματα διαφόρων ειδών, πέτρες ή βέλη
- (οπλισμός) φορητό όπλο, είδος τόξου με στέλεχος για στήριξη και σκόπευση και μηχανισμό σκανδάλης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλλίστρα
[επεξεργασία]
- ↑ «βαλλίστρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλλίστρα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) υστερολατινική ballista < αρχαία ελληνική βάλλω [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλλίστρα θηλυκό
- (οπλισμός) → δείτε τη λέξη βαλλίστρα
- ※ ὡς μήτε τῇ καλουμένῃ βαλλίστρᾳ χρῆσθαι τοὺς φύλακας οἵους τε εἶναι
- Προκόπιος (500‑565) Ὑπὲρ τῶν Πολέμων Λόγοι. Procop.Goth. (De Bello Gothico) 1.22.21
- ※ ὡς μήτε τῇ καλουμένῃ βαλλίστρᾳ χρῆσθαι τοὺς φύλακας οἵους τε εἶναι
[επεξεργασία]
- ↑ «βαλλίστρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές[επεξεργασία]
- «βαλλίστρα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Δάνεια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Οπλισμός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)