χαϊδολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xai̯.ðoˈlo.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δο‐λό‐γη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαϊδολόγημα ουδέτερο
- η ενέργεια του χαϊδολογώ