χλαπάκιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλαπάκιασμα < χλαπακιάζω + -μα < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλαπάκιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χλαπακιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλαπάκιασμα
|