χρηστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηστήριο τα χρηστήρια
      γενική του χρηστήριου
χρηστηρίου
των χρηστήριων
χρηστηρίων
    αιτιατική το χρηστήριο τα χρηστήρια
     κλητική χρηστήριο χρηστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρηστήριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηστήριο ουδέτερο (αρχαιοπρεπές)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • χρηστήριο πινάκιο: εκεί που οι ιερείς χάραζαν το ερώτημα προς το μαντείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]