χρονοδιαστολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χρονοδιαστολή < χρόνος + διαστολή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονοδιαστολή θηλυκό (φυσική)
- χρονική διεύρυνση
- ≠ αντώνυμα: χρονοσυστολή