χρυσαλοιφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- χρυσαλοιφή θηλυκό
- σκόνη χρυσός ή χαλκός ανεμιγμένος με κολλώδη ουσία για επιχρύσωση -η ανάμιξη με χαλκό λέγεται και μπρουντζίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσαλοιφή
|