χρωμιοχάλυβας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωμιοχάλυβας οι χρωμιοχάλυβες
      γενική του χρωμιοχάλυβα των χρωμιοχαλύβων
    αιτιατική τον χρωμιοχάλυβα τους χρωμιοχάλυβες
     κλητική χρωμιοχάλυβα χρωμιοχάλυβες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρωμιοχάλυβας < χρώμιο + χάλυβας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρωμιοχάλυβας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]