χωρονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωρονομία θηλυκό
- ο σχεδιασμός σε ένα περιβάλλον με σεβασμό στα οικοσυστήματά του όταν κρίνεται αναγκαίο να αναπτυχθεί εκεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρονομία
|