ψαροπάζαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈpa.za.ɾo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαροπάζαρο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ψαραγορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαροπάζαρο
|