ψηφοθήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψηφοθήρας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που επιδιώκει να κερδίσει ψήφους με οποιοδήποτε μέσο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηφοθήρας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου