ψυχοπαίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοπαίδα οι ψυχοπαίδες
      γενική της ψυχοπαίδας
    αιτιατική την ψυχοπαίδα τις ψυχοπαίδες
     κλητική ψυχοπαίδα ψυχοπαίδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοπαίδα < ψυχοπαίδι +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχοπαίδα θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. η ψυχοκόρη
  2. η υπηρέτρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]