ψυχοπαθολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοπαθολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχοπαθολογία θηλυκό
- η μελέτη των παθολογικών συμπεριφορών και η περιγραφή των αιτίων και της λειτουργίας τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοπαθολογία