ψωλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωλού | οι | ψωλούδες |
γενική | της | ψωλούς | των | ψωλούδων |
αιτιατική | την | ψωλού | τις | ψωλούδες |
κλητική | ψωλού | ψωλούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψωλού θηλυκό (χυδαίο, μειωτικό)
- υβριστική έκφραση για γυναίκα ή ομοφυλόφιλο άντρα
- άτομο άπιστο, σεξουαλικά μονίμως ακόρεστο