ψωνάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωνάρα | οι | ψωνάρες |
γενική | της | ψωνάρας | — | |
αιτιατική | την | ψωνάρα | τις | ψωνάρες |
κλητική | ψωνάρα | ψωνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωνάρα < ψών(ιο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψωνάρα θηλυκό
- (μειωτικό) μεγάλο ψώνιο (στη μεταφορική σημασία)
- ※ «Εσένα άκουγα τόσα χρόνια και βγάλαμε έναν αχάριστο, μια ψωνάρα κι έναν θεούσο ... Χαμένα λαχεία είσαστ' όλοι ! Τρία τράβηξα κι ούτε λήγοντα δεν πέτυχα» (Αλέξης Σταμάτης, Μητέρα στάχτη: μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2005, σελ. 65)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωνάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)