ωραιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωραιότητα < αρχαία ελληνική ὡραιότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωραιότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)