ωραιότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωραιότητα < αρχαία ελληνική ὡραιότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωραιότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
ωραιότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)