ωτομικροσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωτομικροσκόπηση | οι | ωτομικροσκοπήσεις |
γενική | της | ωτομικροσκόπησης* | των | ωτομικροσκοπήσεων |
αιτιατική | την | ωτομικροσκόπηση | τις | ωτομικροσκοπήσεις |
κλητική | ωτομικροσκόπηση | ωτομικροσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωτομικροσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτομικροσκόπηση < ωτο- + μικροσκόπηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτομικροσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση του εσωτερικού ενός αφτιού με ειδικό μικροσκόπιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτομικροσκόπηση
|