όρτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όρτσα < μεσαιωνική ελληνική όρτσα < ιταλική orza < orzare < δημώδης λατινική *ortiare < λατινική oriri, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος orior < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(H)r̥-nw- (ρέω, κινώ, τρέχω, ανεβαίνω)
Επίρρημα
[επεξεργασία]όρτσα
- (ναυτικός όρος) άνοιγμα όλων των πανιών, ώστε αυτά να «φουσκώνουν» από τον υφιστάμενο άνεμο
Επιφώνημα
[επεξεργασία]- (ναυτικός όρος) ναυτικό παράγγελμα ένα σκάφος που πλέει (ανεβαίνει) όσο πιο αντίθετα στον άνεμο μπορεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- "όρτσα τα πανιά κόντρα στο ντεληβοριά" (= άνοιγμα των πανιών με τον καιρό (άνεμο) δευτερόπρυμα, συνεπώς με πορεία σκάφους περίπου νότια (ΝΔ.ή Ν., ή ΝΑ.)
Πηγές
[επεξεργασία]- όρτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- όρτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όρτσα
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)