ἀνάλυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανάλυμα, ανάλημμα, ἀνάλημμα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀνάλυμα τὰ ἀναλύματα
      γενική τοῦ ἀναλύματος τῶν ἀναλυμάτων
      δοτική τῷ ἀναλύματι τοῖς ἀναλύμασι(ν)
    αιτιατική τὸ ἀνάλυμα τὰ ἀναλύματα
     κλητική ! ἀνάλυμα ἀναλύματα
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνάλυμα < αρχαία ελληνική ἀναλύω < ἀνά- + λύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀνάλυμα ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]