ἀποχωρητήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀποχωρητήριον | τὰ | ἀποχωρητήρια | ||||
γενική | τοῦ | ἀποχωρητηρίου | τῶν | ἀποχωρητηρίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀποχωρητηρίῳ | τοῖς | ἀποχωρητηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀποχωρητήριον | τὰ | ἀποχωρητήρια | ||||
κλητική ὦ! | ἀποχωρητήριον | ἀποχωρητήρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀποχωρητήριον < → δείτε τη λέξη αποχωρητήριο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀποχωρητήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη αποχωρητήριο
- ※ ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ κ. Νομάρχης, ὡς καὶ ποσότητα ὀπίου διὰ τὴν στεγνότητα τῆς κοιλίας ὅπως μὴ εὑρεθῇς εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ διακινδυνεύσῃς περικλειώμενος εἰς τὰ ὑπόγεια πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ ἀποχωρητηρίου, τοῦθ’ ὅπερ συμβαίνει εἰς τὰς πλείστας οἰκίας τῆς Λευκάδος…»
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ἀποχωρητήριον
→ δείτε τη λέξη αποχωρητήριο |