Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀστυνόμος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αστυνόμος
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀστυνόμος τὸ ἀστυνόμον
      γενική τοῦ/τῆς ἀστυνόμου τοῦ ἀστυνόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀστυνόμ τῷ ἀστυνόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀστυνόμον τὸ ἀστυνόμον
     κλητική ! ἀστυνόμε ἀστυνόμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀστυνόμοι τὰ ἀστυνόμ
      γενική τῶν ἀστυνόμων τῶν ἀστυνόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀστυνόμοις τοῖς ἀστυνόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀστυνόμους τὰ ἀστυνόμ
     κλητική ! ἀστυνόμοι ἀστυνόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀστυνόμω τὼ ἀστυνόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀστυνόμοιν τοῖν ἀστυνόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀστυνόμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀστυνόμος, -ος, -ον

  1. αυτός που προστατεύει την πόλη
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 88 (88-91)
    πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων, | ὑπάτων, χθονίων, | τῶν τε θυραίων τῶν τ᾽ ἀγοραίων, | βωμοὶ δώροισι φλέγονται·
    Κι οι βωμοί των θεών όλων της πόλης μας, | τ᾽ ουρανού και της γης | και σπιτιών κι αγοράς, | απ᾽ τα δώρα σου καίνε;
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
  2. αυτός που αφορά στη διαχείριση των νόμων κοινωνικής συμβίωσης σε μία πόλη
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 354 (353-355)
    καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν | φρόνημα καὶ ἀστυνόμους | ὀργὰς ἐδιδάξατο
  3. δημόσιος (π.χ. γιορτή)
      5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΧΡΟΜΙῼ ΑΙΤΝΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 9.32-9.33 @scaife.perseus
    Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι | λαόν.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀστυνόμος αρσενικό

  1. άρχοντας της Αθήνας που είχε την επιμέλεια της αστυνομίας, των οδών και των δημόσιων κτηρίων
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 8, 845e @scaife.perseus
    ὁ βλαπτόμενος δικαζέσθω πρὸς τοὺς ἀστυνόμους, τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ἀπογραφόμενος·
  2. (στη Ρώμη) (praetor urbanus) ο πραίτωρ

Συγγενικά

[επεξεργασία]