ἐλαστικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐλαστικότης | αἱ | ἐλαστικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐλαστικότητος | τῶν | ἐλαστικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐλαστικότητι | ταῖς | ἐλαστικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐλαστικότητα | τὰς | ἐλαστικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐλαστικότης | ἐλαστικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐλαστικότης θηλυκό