ἐμπορικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐμπορικότης | αἱ | ἐμπορικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐμπορικότητος | τῶν | ἐμπορικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐμπορικότητι | ταῖς | ἐμπορικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐμπορικότητα | τὰς | ἐμπορικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐμπορικότης | ἐμπορικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐμπορικότης θηλυκό