ἥσυχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ἥσυχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἥσυχος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ἥσυχα