ὀρούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὀρούω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ὀρούω
- κινούμαι γρήγορα, εφορμώ, σπεύδω, ορμώ προς τα μπρος βίαια, επιτίθεμαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 310 (στίχοι 308-310)
- ἔνθ᾽ ἐφάνη μέγα σῆμα· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, | σμερδαλέος, τόν ῥ᾽ αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόωσδε, | βωμοῦ ὑπαΐξας πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν.
- μέγα σημάδι εφάνη εκεί, μαύρος σαν αίμα δράκος, | τέρας που έβγαλε στο φως ο ίδιος ο Κρονίδης, | από το βάθος του βωμού στον πλάτανον εχύθη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἔνθ᾽ ἐφάνη μέγα σῆμα· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, | σμερδαλέος, τόν ῥ᾽ αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόωσδε, | βωμοῦ ὑπαΐξας πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 505 (στίχοι 504-505)
- αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης | ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν.
- κι έπεσε τινακτά στην γην η λόγχη του Αινείου | ανώφελ᾽ αφού πέταξεν απ᾽ το βαρύ του χέρι
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης | ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 437 (437-438)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ, | μακρὰ δ᾽ ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται,
- Όπως από ψηλή βουνοκορφή ορμά μια πέτρα, | κι αναπηδώντας μακριά κατρακυλά
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ, | μακρὰ δ᾽ ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 877 (876-877)
- ἀκρότατα γεῖσ᾽ ἀναβᾶσ᾽ | ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν
- κι αν ανεβεί στην κορυφή της στέγης, | απότομα γκρεμίζεται στα βάθη της ανάγκης
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀκρότατα γεῖσ᾽ ἀναβᾶσ᾽ | ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 310 (στίχοι 308-310)
- παλεύω εναντίον κάποιου
- (γεν. αντικειμενική) ορμώ σε κάτι, αγωνίζομαι για κάτι
- (+ απαρέμφατο) είμαι πρόθυμος να κάνω
- εγείρομαι, υψώνομαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- επικός τύπος : αόρ. ὄρουσα
- δωρικός τύπος : μετοχή αορ. θηλυκού γένους ὀρούσαισα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ὀρούω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρούω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)