-μάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -μάρα | οι | -μάρες |
γενική | της | -μάρας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -μάρα | τις | -μάρες |
κλητική | -μάρα | -μάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -μάρα → δείτε τη λέξη -αμάρα
Επίθημα
[επεξεργασία]-μάρα και -αμάρα, -ομάρα, -ωμάρα
- άλλη μορφή του -αμάρα
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως