Abflug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Abflug | die Abflüge |
γενική | des Abflugs des Abfluges |
der Abflüge |
δοτική | dem Abflug dem Abfluge |
den Abflügen |
αιτιατική | den Abflug | die Abflüge |
Abflug (de) αρσενικό