Brote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Brote (de) ουδέτερο
- δοτική ενικού του Brot
- ονομαστική, γενική και αιτιατική πληθυντικού του Brot
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Brote < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Brote αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]