Enkelin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Enkelin | die | Enkelinnen |
γενική | der | Enkelin | der | Enkelinnen |
δοτική | der | Enkelin | den | Enkelinnen |
αιτιατική | die | Enkelin | die | Enkelinnen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Enkelin (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η εγγονή