Freiheit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Freiheit | die Freiheiten |
γενική | der Freiheit | der Freiheiten |
δοτική | der Freiheit | den Freiheiten |
αιτιατική | die Freiheit | die Freiheiten |
Freiheit (de) θηλυκό