IG

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

IG < λατινικά: Inscriptiones Graecae (πληθυντικός, θηλυκό)

Συντομομορφή[επεξεργασία]

IG συντομογραφία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

IG < Investment Grade
(για τον όρο του διαδικτύου) < Instagram

Συντομομορφή[επεξεργασία]

IG (en) αρκτικόλεξο

  1. (οικονομία) συντομογραφία του investment grade
  2. (διαδίκτυο) συντομογραφία του Instagram



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. I.G. < αρχικά των συνθετικών του όρου IndustrieGewerkschaft < → δείτε τις λέξεις Industrie και Gewerkschaft
  2. I.G. < σύντμηση του όρου InteressenGemeinschaft < → δείτε τις λέξεις Interesse και Gemeinschaft

Συντομομορφή[επεξεργασία]

I.G. συντομογραφία

  1. συνδικάτο, σωματείο εργατών σε έναν κλάδο της βιομηχανίας
    IG Metall (το Συνδικάτο των Εργατών της Βιομηχανίας Μετάλλου)
  2. σύμπραξη φυσικών προσώπων ή/και εταιρειών στη βάση κοινού ενδιαφέροντος ή συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της κοινής οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας
    (γενικότερα)
    1. IG Bildende Kunst (επαγγελματικός φορέας εικαστικών καλλιτεχνών)
    2. IG Farben (βιομηχανία χημικών προϊόντων)
    → δείτε τις λέξεις κοινοπραξία και Κοινοπραξία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]