Konstrukteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Konstrukteur | die Konstrukteure |
γενική | des Konstrukteurs | der Konstrukteure |
δοτική | dem Konstrukteur | den Konstrukteuren |
αιτιατική | den Konstrukteur | die Konstrukteure |
Konstrukteur (de) αρσενικό (θηλυκό Konstrukteurin)