Münze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Münze | die | Münzen |
γενική | der | Münze | der | Münzen |
δοτική | der | Münze | den | Münzen |
αιτιατική | die | Münze | die | Münzen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Münze (de) θηλυκό