MBA
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
MBA | MBAs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- MBA < Master of Business Admninistration
Συντομομορφή[επεξεργασία]
MBA (en) αρκτικόλεξο
- (εκπαίδευση, οικονομία) Μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων: τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου με εξειδίκευση στη διοίκηση επιχειρήσεων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Master of Business Administration στην αγγλική Βικιπαίδεια