Notfall
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
der
Notfall
die
Notfäll
e
γενική
des
Notfall
es
Notfall
s
der
Notfäll
e
δοτική
dem
Notfall
Notfall
e
den
Notfäll
en
αιτιατική
den
Notfall
die
Notfäll
e
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Notfall
(de)
αρσενικό
κατάσταση
ανάγκης
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Dansk
Deutsch
English
Suomi
Français
Ido
Íslenska
Italiano
한국어
Kurdî
Bahasa Melayu
Polski
Русский
Svenska
Tagalog
中文