Silbentrennung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Silbentrennung | die | Silbentrennungen |
γενική | der | Silbentrennung | der | Silbentrennungen |
δοτική | der | Silbentrennung | den | Silbentrennungen |
αιτιατική | die | Silbentrennung | die | Silbentrennungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Silbentrennung (de) θηλυκό
- ο διαχωρισμός μιας λέξης σε συλλαβές, συλλαβισμός