Unterstützung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Unterstützung | die | Unterstützungen |
γενική | der | Unterstützung | der | Unterstützungen |
δοτική | der | Unterstützung | den | Unterstützungen |
αιτιατική | die | Unterstützung | die | Unterstützungen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Unterstützung < unterstützen + -ung
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Unterstützung (de) θηλυκό
- υποστήριξη, συμπαράσταση
- οικονομική βοήθεια