Verlust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Verlust | die Verluste |
γενική | des Verlusts des Verlustes |
der Verluste |
δοτική | dem Verlust | den Verlusten |
αιτιατική | den Verlust | die Verluste |
Verlust (de) αρσενικό