Vorkenntnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Vorkenntnis | die | Vorkenntnisse |
γενική | der | Vorkenntnis | der | Vorkenntnisse |
δοτική | der | Vorkenntnis | den | Vorkenntnissen |
αιτιατική | die | Vorkenntnis | die | Vorkenntnisse |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Vorkenntnis (de) θηλυκό
- προηγούμενες (απαραίτητες) γνώσεις