Zeugnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Zeugnis | die Zeugnisse |
γενική | des Zeugnisses | der Zeugnisse |
δοτική | dem Zeugnis | den Zeugnissen |
αιτιατική | das Zeugnis | die Zeugnisse |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zeugnis (de) αρσενικό
- το πιστοποιητικό
- το ενδεικτικό, ο έλεγχος
- η απόδειξη
- η μαρτυρία