Zeugnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Zeugnis | die | Zeugnisse |
γενική | des | Zeugnisses | der | Zeugnisse |
δοτική | dem | Zeugnis Zeugnisse |
den | Zeugnissen |
αιτιατική | das | Zeugnis | die | Zeugnisse |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡sɔɪ̯knɪs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zeugnis (de) αρσενικό
- το πιστοποιητικό
- το ενδεικτικό, ο έλεγχος
- η απόδειξη
- η μαρτυρία