affirmative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | affirmative |
συγκριτικός | more affirmative |
υπερθετικός | most affirmative |
Επίθετο[επεξεργασία]
affirmative (en)
- καταφατικός
- ↪ an affirmative answer - καταφατική απάντηση
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- affirmative, θηλυκό του affirmatif
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affirmative | affirmatives |
affirmative (fr) θηλυκό