affirmative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός affirmative
συγκριτικός more affirmative
υπερθετικός most affirmative

Επίθετο

[επεξεργασία]

affirmative (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affirmative, θηλυκό του affirmatif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affirmative affirmatives

affirmative (fr) θηλυκό

  1. ο θετικός τρόπος απάντησης
    répondre par l'affirmative - δίνω θετική απάντηση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]