aquaplaning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aquaplaning (en) (μη μετρήσιμο)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

aquaplaning (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. 



      ενικός         πληθυντικός  
aquaplaning aquaplanings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aquaplaning (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]