argent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

argent (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

argent (en)

  1. ασημί
  2. (παρωχημένο) το ασήμι, ο άργυρος

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

argent < απώτατη αρχή η λατινική argentum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aʁ.ʒɑ̃/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

argent (fr) αρσενικό ή θηλυκό (κοινό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

argent (fr) αρσενικό

  1. (χημικό στοιχείο) ο άργυρος
  2. (οικονομία) το χρήμα, τα λεφτά
  3. (εραλδική) ένα από τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στα οικόσημα· παριστάνεται από τον άργυρο, το λευκό χρώμα (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]