argent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
argent (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
argent (en)
- ασημί
- (παρωχημένο) το ασήμι, ο άργυρος
Πηγές[επεξεργασία]
- argent - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- argent - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
argent (fr) αρσενικό ή θηλυκό (κοινό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
argent (fr) αρσενικό
- (χημικό στοιχείο) ο άργυρος
- (οικονομία) το χρήμα, τα λεφτά
- (εραλδική) ένα από τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στα οικόσημα· παριστάνεται από τον άργυρο, το λευκό χρώμα (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- argent - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- argent - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Χημικά στοιχεία (γαλλικά)
- Οικονομία (γαλλικά)
- Εραλδική (γαλλικά)