ασημένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασημένιος | η | ασημένια | το | ασημένιο |
γενική | του | ασημένιου | της | ασημένιας | του | ασημένιου |
αιτιατική | τον | ασημένιο | την | ασημένια | το | ασημένιο |
κλητική | ασημένιε | ασημένια | ασημένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασημένιοι | οι | ασημένιες | τα | ασημένια |
γενική | των | ασημένιων | των | ασημένιων | των | ασημένιων |
αιτιατική | τους | ασημένιους | τις | ασημένιες | τα | ασημένια |
κλητική | ασημένιοι | ασημένιες | ασημένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.siˈme.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ση‐μέ‐νιος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασημένιος, -ια, -ιο
- φτιαγμένος από ασήμι
- που έχει το χρώμα τού ασημιού
- ⮡ ο παππούς μου είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας με ασημένια μαλλιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)