aroma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aroma | aromas / aromata |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aroma (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 129. ISBN 9780194325684., λήμμα: άρωμα
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aroma < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aroma | aromaj |
αιτιατική | aroman | aromajn |
aroma (eo)