arrogance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arrogance (en) θηλυκό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- arrogance < λατινική arrogantia
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrogance | arrogances |
arrogance (fr) θηλυκό