arrogance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arrogance (en) θηλυκό


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
arrogance < λατινική arrogantia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʁɔ.ɡɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arrogance arrogances

arrogance (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]